ψαλτός

ψαλτός
η , ό[ν] певучий (о голосе и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ψαλτός" в других словарях:

  • ψαλτός — sung to the harp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτός — ή, ό / ψαλτός, ή, όν, ΝΑ [ψάλλω] νεοελλ. τραγουδιστός αρχ. (κυρίως για εκκλησιαστικό ύμνο) αυτός που ψάλλεται με τη συνοδεία έγχορδου μουσικού οργάνου. επίρρ... ψαλτά Ν με ψαλμωδία …   Dictionary of Greek

  • ψαλτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ψέλνεται, ο τραγουδιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαλτά — ψαλτός sung to the harp neut nom/voc/acc pl ψαλτά̱ , ψαλτός sung to the harp fem nom/voc/acc dual ψαλτά̱ , ψαλτός sung to the harp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτόν — ψαλτός sung to the harp masc acc sg ψαλτός sung to the harp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλταί — ψαλτός sung to the harp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτῶν — ψάλτης harper masc gen pl ψαλτός sung to the harp fem gen pl ψαλτός sung to the harp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεμνόψαλτος — ον, Μ το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνόψαλτον σοβαρό και μεγαλοπρεπές άσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + ψαλτός (< ψάλλω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»